προσημείωση

προσημείωση
η / προσημείωσις, -ώσεως, ΝΜ [προσημειῶ]
νεοελλ.
1. σημειώνω, αναγράφω κάτι εκ τών προτέρων
2. (νομ.) είδος ασφαλιστικού μέτρου τής πολιτικής δικονομίας, εγγραφή υποθήκης ύστερα από άδεια τού δικαστηρίου με την αναβλητή αίρεση τής τελεσίδικης επιδίκασης τής εξασφαλιζόμενης απαίτησης, η οποία σκοπεύει να προστατεύσει τον δανειστή από τον κίνδυνο να προβεί ο οφειλέτης του σε εκποίηση τής ακίνητης περιουσίας του ή σε εγγραφή άλλων υποθηκών
μσν.
προαναγγελία, προμήνυμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσημείωση — η 1. η ενέργεια του προσημειώνω, σημείωση από πριν. 2. (νομ.), εγγραφή, ύστερα από δικαστική απόφαση, σημείωσης στα βιβλία του υποθηκοφυλακείου για την εξασφάλιση προνομιακής αξίωσης του δανειστή σε βάρος ακινήτου του οφειλέτη ή τρίτου που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • υποθήκη — (Νομ.). Εμπράγματο δικαίωμα πάνω σε ακίνητο του οφειλέτη ή τρίτου προς εξασφάλιση κάποιας απαίτησης· η απαίτηση ασφαλίζεται με την προνομιακή ικανοποίηση του ενυπόθηκου δανειστή από την αξία του ενυπόθηκου κτήματος και, καθώς η ικανοποίηση… …   Dictionary of Greek

  • προσημειώνω — προσημειοῡμαι, όομαι, ΝΜΑ νεοελλ. 1. σημειώνω, αναγράφω κάτι εκ τών προτέρων 2. (νομ.) ενεργώ προσημείωση, εγγραφή υποθήκης σε κινητό ή ακίνητο περιουσιακό στοιχείο μσν. παθ. προσημειοῡμαι, όομαι έχω προσημειωθεί, έχει γίνει για μένα γραπτή… …   Dictionary of Greek

  • προσημειώνω — προσημείωσα, προσημειώθηκα, προσημειωμένος 1. σημειώνω από πριν. 2. (νομ.), εγγράφω προσημείωση (βλ. λ.) στα βιβλία του υποθηκοφυλακείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”